ἀφαιρέτης

ἀφαιρέτης
ἀφαιρέτης
one who deprives
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αφαιρέτης — ἀφαιρέτης, ο (Μ) [αφαιρώ] αυτός που αφαιρεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφαιρέτης — ο παλιότερη ονομασία του αφαιρετέου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφαιρέται — ἀφαιρέτης one who deprives masc nom/voc pl ἀφαιρέτᾱͅ , ἀφαιρέτης one who deprives masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρέτην — ἀφαιρέτης one who deprives masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”